Όταν τελειώνει το σχολείο, ο νεαρός πια Ανεμογιάννης, παραμένει για ένα χρόνο κοντά στον πατέρα του, ματαιοπονώντας ανάμεσα σε λογιστικά βιβλία και επιταγές. Ο πλούσιος έμπορος από τη Μυρτιά προσπαθεί να διδάξει στον γιο του τα μυστικά του εμπορίου, πριν τον στείλει στο εξωτερικό για σπουδές. Αγνοεί, ωστόσο, ότι λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο...
Το φθινόπωρο του 1937, ο Γιώργος Ανεμογιάννης φεύγει για τη Βιέννη. Εκεί, θέλοντας να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του, εγγράφεται αρχικά σε μια εμπορική σχολή, την οποία όμως γρήγορα εγκαταλείπει για να γίνει φοιτητής χημείας στο πανεπιστήμιο. Το πάθος του όμως για την τέχνη θα τον οδηγήσει τελικά σε άλλα μονοπάτια. Εγκαταλείπει για άλλη μια φορά τις σπουδές του και αφοσιώνεται σε αυτό που αγαπάει με πάθος. Έτσι, από τους πάγκους του εργαστηρίου χημείας, βρίσκεται να σχεδιάζει θεατρικές μακέτες και κοστούμια στο Max Reinhardt Seminar, όπου διδάσκει ένας από τους σημαντικότερους σκηνογράφους του γερμανόφωνου θεάτρου, ο Otto Niedermoser. Παράλληλα, παρακολουθεί μαθήματα διακοσμητικής στη Kunst Geverbe Schule στη Βιέννη και στη Spezialschule für Buhnenbild του καθηγητή Rottmayer στο Πολυτεχνείο της Βιέννης. Από τις παραπάνω σχολές θα αποκομίσει το 1938 δύο διπλώματα σκηνογραφίας.
Πλούσια εφόδια, ωστόσο, για το ξεκίνημα της καριέρας του, θα του χαρίσει και η ίδια η Βιέννη, η οποία θα αποτελέσει για τον εκκολαπτόμενο σκηνογράφο, ένα επίσης μεγάλο σχολείο. Κατά την τρίχρονη παραμονή του στην αυστριακή πρωτεύουσα, αξιοποιεί στο έπακρο τη γεμάτη καλλιτεχνικά ερεθίσματα πόλη, επισκεπτόμενος μουσεία και ιστορικά μνημεία, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να παρακολουθεί θέατρο και όπερα. Εδώ του προσφέρεται επιπλέον το σπουδαίο προνόμιο της συναναστροφής με καλλιτέχνες που διαπρέπουν, την περίοδο αυτή, στις διεθνείς σκηνές. Μεταξύ αυτών είναι και οι: Μαργαρίτα Περρά, Ελένη Νικολαΐδη, Βάσος Αργύρης και άλλοι.