Αφιερωμένο στον μεγάλο Έλληνα σκηνογράφο Πάνο Αραβαντινό, το μουσείο αυτό είναι το πρώτο από τα τρία που οργανώνει και επιμελείται ο Γιώργος Ανεμογιάννης. Αφορμή γι' αυτό θα σταθεί η αδελφή του πρώτου Καλλιόπη Αραβαντινού, η οποία το 1969 του ζητάει να επιδιορθώσει τις ξεχασμένες τρισδιάστατες μακέτες του διεθνούς φήμης συναδέλφου του. Εκτός από τις μακέτες, η ίδια διατηρεί την περίοδο αυτή και ένα πλήθος άλλων έργων του αδερφού της, μια σημαντική παρακαταθήκη που θα δωρίσει στον δήμο Πειραιά, ένα χρόνο αργότερα, για τη δημιουργία του Μουσείου Πάνου Αραβαντινού.
Έχοντας ήδη ασχοληθεί με έργα του μεγάλου εικαστικού, ο Ανεμογιάννης καλείται να αναλάβει τη χωροθέτηση των εκθεμάτων, καθώς και τη διαρρύθμιση των χώρων του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, όπου επρόκειτο να στεγαστεί. Χωρίς, ωστόσο, να έχει προηγούμενη εμπειρία, εμπιστευόμενος κυρίως το ενστικτό του, μεταμορφώνει τις αίθουσες, στον δεύτερο όροφο του νεοκλασικού κτιρίου, σε εκθεσιακούς χώρους. Εκεί τοποθετεί οριζόντιες προθήκες και μεγάλα, επενδυμένα με ύφασμα, πάνελ για να παρουσιάζει τρισδιάστατες και ζωγραφικές μακέτες σκηνικών, σχέδια κοστουμιών, αφίσες, φωτογραφίες, κάρτες, καθώς και προσωπογραφίες, ελαιογραφίες και άλλα έργα ζωγραφικής του Πάνου Αραβαντινού.
Το Μουσείο ανοίγει τελικά τις πύλες του για πρώτη φορά το 1972, όμως θα λειτουργήσει για λίγες μόνο δεκαετίες, αφού το 2005 η συλλογή του μεταφέρεται σε αποθήκη της Δημοτικής Πινακοθήκης, όπου παραμένει ακόμα αναξιοποίητη. Αναμένεται, ωστόσο, σύντομα να βρει και πάλι στέγη για να γίνει ξανά προσβάσιμη στο κοινό.